Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2016

Χίπις-Δεκαετία 60


Μακριά μαλλιά, ξεβαμμένα ρούχα συχνά επίτηδες με τη χρήση χλωρίνης και πάντα όσο πιο απλά γίνεται ώστε να φανερώνουν την τάση απελευθέρωσης του κορμιού- αλλά και της ψυχής- , ψυχεδελική ροκ μουσική, σεξουαλική ελευθερία και χρήση καννάβης και LSD. 


Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2016

5 ΚΡΙΚΟΙ ΕΝΑ ΤΑΛΗΡΟ



Λούνα παρκ»





(ΕΙΡΤ, 1974 -1981). Από τις πλέον δημοφιλείς εκπομπές του ελληνικού «κουτιού», με ένα μαυρόασπρο λούνα παρκ «στημένο» από τον Μίνωα Αργυράκη. Ενα παράδοξο για τα δεδομένα της εποχής μείγμα τηλεπαιγνίου, σίριαλ και σόου που μόνο ένας Γιάννης Δαλιανίδης θα μπορούσε να σκαρφιστεί. Ο κυρ Γιώργης (Διονύσης Παπαγιαννόπουλος) ανακηρύσσεται στον πιο καλτ (αν και αντιδραστικούλη) θυμόσοφο της εγχώριας TV.

Τον πλαισιώνουν η πέρα βρέχει σύζυγός του (Αννα Παϊτατζή), η μοντέρνα ανιψιά του Κάθριν (η Ρένα Παγκράτη με εκείνο το αλησμόνητο «δέκα  κρίκοι ένα τάλιρο»), το ερωτευμένο ζεύγος (Νίκος Δαδινόπουλος και Μαίρη Ευαγγέλου), η χαρτορίχτρα Μαρία (Αλέκα Στρατηγού), που μόνο για τον εαυτό της δεν προβλέπει τη μοίρα, κ.ά. Παρουσιαστής ο Βαγγέλης Βουλγαρίδης. Συνολικά 333 ωριαία επεισόδια.

Στ' αυτιά των παλαιοτέρων ακόμα ηχεί η φωνή της Τούλας (Κάτια Αθανασίου) να προσκαλεί το κοινό με την κλασική πια ατάκα "πέντε κρίκοι ένα τάλιρο. 




Παρακολουούσαμε, λοιπόν, τους ήρωες της καθημερινότητας μας με τα προβλήματά τους, τις γκρίνιες τους αλλά, κυρίως, με την αγάπη που τους ένωνε, με τον ένα να πονάει για τον άλλον, όπως συνέβαινε στις παλιές γειτονιές, όπου τα πάντα ήταν πιο άδολα, πιο αγνά.. (Τουλάχιστον στα ελληνικά σήριαλ- και μάλιστα του Δαλιανίδη-!
Ο δημοφιλής σκηνοθέτης του '60 και εξπέρ στα μιούζικαλ Γιάννης Δαλιανίδης  κατάφερε να πιάσει τον παλμό και των τηλεθεατών με μια πολύ έξυπνη ιδέα, την οποία υλοποίησε μια πλειάδα παλιών και νέων ηθοποιών.
Ο Δαλιανίδης εδραίωσε στο "Λούνα Παρκ", όλες τις τηλεοπτικές και σεναριακές συνταγές που θα ακολουθούσε σε όλα τα επόμενα σήριαλ που σκηνοθέτησε για την ελληνική τηλεόραση. 
Η θαυμάσια μουσική ήταν του Μίμη Πλέσσα, όσο για τα σκηνικά του Μίνωα Αργυράκη ήταν αξεπέραστα και μοναδικά για ελληνικό σήριαλ.



Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2016

Καρδιακαύτι Ηλείας: Πέντε νέοι, αναζητούν νύφες…

                                    
Ένα όμορφο και ήσυχο χωριό όπως τα περισσότερα του Κάμπου, αλλά χωρίς νεαρές γυναίκες, με πέντε ανύπαντρους νέους και λίγα μικρά παιδιά!.

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

15 ΧΡΟΝΙΑ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΣΤΕΛΙΟ ...ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΕΦΥΓΕ Ο ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ


                                                      Νεοέλληνες με γεια σας,
                                                    τα καινούρια σας τα στέκια
                                                          χάρισμά σας.
                                                   Δεν μου κάνει αυτή η νύχτα
                                                   στήνω γλέντι σ' άλλη πίστα,




Ήταν στις 14 Σεπτεμβρίου του 2001, όταν ο μεγάλος Στέλιος Καζαντζίδης έφυγε για την γειτονιά των αγγέλων Ήταν αναμφισβήτητα ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες, που χάρισε στο κοινό μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια.





15 χρόνια κλείνουν σήμερα από την ημέρα που ο Στέλιος Καζαντζίδης έφυγε από τη ζωή. Ο λαϊκός ερμηνευτής κατάφερε με τα τραγούδια του να εκφράσει τις αγωνίες, τους φόβους και τις ελπίδες μιας ολόκληρης γενιάς ανθρώπων, για τους οποίους η επιβίωση δεν ήταν και τόσο αυτονόητη.
 Οικονομικά και κοινωνικά αποκλεισμένοι, πρόσφυγες, εργάτες, όλοι αγωνιστές της καθημερινότητας αναζητούσαν στα τραγούδια του παρηγοριά για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν καθημερινά. 

Ο Στέλιος Καζαντζίδης γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1931 στη Νέα Ιωνία. Η μητέρα του ήταν πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία και μέσω αυτής ήρθε σε επαφή με τα λαϊκά τραγούδια μέχρι που τον ανέλαβε ο Στέλιος Χρυσίνης.



Το 1950 εμφανίστηκε για πρώτη φορά επαγγελματικά στην Κηφισιά. Δύο χρόνια αργότερα έκανε και την πρώτη ηχογράφησή του στην Columbia, με το τραγούδι του Απόστολου Καλδάρα «Για μπάνιο πας», που όμως δεν πούλησε. Το δεύτερο τραγούδι, «Οι βαλίτσες» του Γιάννη Παπαϊωάννου, έγινε μεγάλη επιτυχία και ο ίδιος εμφανίστηκε σε πολλά λαϊκά κέντρα της εποχής.

Κάπου εκεί έρχεται και η γνωριμία, ο αρραβώνας, καθώς και η συνεργασία με την Καίτη Γκρέυ, ως το καλοκαίρι του 1957. Σουξέ της εποχής, το «Απόψε φίλα με» του Μανόλη Χιώτη, ένα ντουέτο του Στέλιου Καζαντζίδη με την Καίτη Γκρέυ, με την οποία χώρισαν αργότερα.

Η οκταετία 1957-1965 είναι ίσως η πιο γόνιμη και δημιουργική περίοδος για τον Στέλιο Καζαντζίδη. Η γνωριμία του με τη Μαρινέλλα στη Θεσσαλονίκη εξελίχθηκε σε μια λαμπρή συνεργασία. Μαζί έκαναν μεγάλες επιτυχίες με κορυφαίους συνθέτες (Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Χιώτης, Καλδάρας, Παπαγιαννοπούλου, Βίρβος, Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Λεοντής, Ξαρχάκος, Λοΐζος, Μαρκόπουλος κ.ά.) και εμφανίστηκαν στα μεγαλύτερα λαϊκά κέντρα.

Το Μάιο του 1966 αποφάσισαν να ενωθούν και στη ζωή. Ο γάμος τους μπορεί να μην άντεξε στο χρόνο, αλλά έμειναν για πάντα φίλοι. Έπειτα από χρόνια, ο Καζαντζίδης γνώρισε και παντρεύτηκε την κυρα-Βάσω, την οποία ο χαρακτήριζε ως «θησαυρό».

Τo 1965 κι ενώ βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας του, αποφάσισε να εγκαταλείψει τα νυχτερινά κέντρα. Στη δισκογραφία επανήλθε το 1987, συνεργαζόμενος με τους Τάκη Σούκο, Λευτέρη Χαψιάδη και άλλους δημιουργούς. Το κύκνειο άσμα του ήταν ο δίσκος «Έρχονται χρόνια δύσκολα».
Πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου 2001σε ηλικία 70 ετών, έπειτα από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο.














Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016

«Κι ο μπαϊρακτάρης ο σκληρός δε σήκωνε ζορλίκι»


Δ. Μπαϊρακτάρης προς κουτσαβάκηδες: 


«Τώρα θα δείτε ρεζίληδες. Φέρ μου το γουρνοψάλιδο». ... 

Ξύριζε τα μουστάκια τους, ψαλίδιζε τις αφέλειες των μαλλιών, αλλά και το αφόρετο μανίκι από το σακάκι τους. 



Ήταν ο φόβος και ο τρόμος των κουτσαβάκηδων.
 Ο πρώτος αστυνομικός διευθυντής της Αθήνας, ο Δημήτριος Μπαϊρακτάρης.




 Το 1893, όταν συστάθηκε η στρατιωτική αστυνομία, διορίσθηκε με τον βαθμό του ταγματάρχη, αφήνοντας αναμνήσεις από πλούσια σε αριθμό περιστατικά, κατά τον διωγμό των τότε κουτσαβάκηδων, που μάστιζαν το κέντρο της Αθήνας. 

Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το βιβλίο του δημοσιογράφου Τάσου Κοντογιαννίδη, «Μπαϊρακτάρης, πολιτικοί και κουτσαβάκηδες» και περιγράφει με απολαυστικό τρόπο τη δράση του περίφημου αστυνομικού.... 

Τα μάτια όλων πέφτουν πάνω στον Μπαϊρακτάρη. Σε όσους έχουν ροπή προς το έγκλημα προκαλεί φόβο και τρόμο. Και σ’ εκείνους που επιθυμούν την ήρεμη ζωή, την ευταξία και την ασφάλεια, σεβασμό και εμπιστοσύνη. «Φέρε μου το γουρνοψάλιδο! …» 

Διατάζει τον αστυνομικό. Εκείνος, βιαστικά, βγάζει απ’ το δισάκι του ένα χοντρό ψαλίδι, από εκείνα που κουρεύουν τα γιδοπρόβατα. Οι τρεις μάγκες αρχίζουν να δυσανασχετούν. 

Σηκώνουν ψηλά το κεφάλι σα να κάνουν ικεσία στον ύψιστο και ψιθυρίζουν… Όχι κύριε διευθυντέα, να χαρείς τα πεθαμένα σου… Γιατί κύρ’ αστυνόμε, εγώ είμαι αθώος… -Σκάστε ζαγάρια!

 Τώρα θα σας δείξω ψωρόμαγκες της μισής οκάς! Και αφού παίρνει στα χέρια του το ψαλίδι, φωνάζει στον εύζωνα. «Φέρε μου αυτόν τον σέρτικο που συνέχεια φωνάζει».... 




Ο αστυφύλακας αρπάζει τον πιο ψηλό απ’ τα μαλλιά και το μπράτσο και τον οδηγεί βιαίως μπροστά στον διευθυντή. -«Να δω ρε ζαγάρ αν θα ξαναπάς κάτω από το παράθυρο της χήρας και θα μαχαιρώνεστε…». 

Και με τη βοήθεια άλλων δύο αστυνομικών που τον κρατούν χεροπόδαρα, με μια ψαλιδιά αφαιρεί το αριστερό μέρος του τσιγκελωτού μουστακιού και του το δίνει στο χέρι. -

Πάρτο! Πάρτο! Κι αν σε ξαναδώ, θα σε κουρέψω! Μπρος! Κυκλοφόρα τώρα έτσι, ρεζίλι! Θα σας μάθω εγώ!… Φέρτε μου τον άλλο! 

Οι άνδρες του οδηγούν με όχι τόσο κομψό τρόπο και τον δεύτερο και κατόπιν τον τρίτο. Και οι τρεις χωρίς το μισό μουστάκι! Ταπεινωμένοι και εξευτελισμένοι κρύβουν τα πρόσωπά τους για να μη τους δει ο κόσμος που γελά με το χάλι τους. 


Τα ειρωνικά γέλια με τα πικρόχολα σχόλια ακούγονται τώρα στ’ αυτιά των κουτσαβάκηδων ενοχλητικά. Μοιάζουν με ανήμερα θηρία! Αν μπορούσαν, θ’ άρπαζαν ένα μαχαίρι για να τιμωρήσουν αυτούς που τους χλευάζουν.... 


Τώρα όμως κρύβουν τα πρόσωπά τους για να μη φανεί στα αδηφάγα μάτια των περιέργων το κομμένο μουστάκι και ρεζιλευτούν ακόμα περισσότερο. -«Ε, εσύ! Εσύ με το ζωνάρι στο χέρι! Αυτό το μαχαίρι δεν είναι δικό σου;» -«Τι; 



Η σκανταλιάρα; Ηηήταν κύρ’ Αστυνόμε. Την είχα μαζί μου να καθαρίζω κάνα μήλο…». -«Και απ’ το σακάκι γιατί αφήνεις να κρέμεται το μανίκι σου;» «Όχι κύρ’ αστυνόμε, πονάει ο πιασμένος ώμος μου, γι αυτό…». -«Για να μη το φοράς, πάει να πει ρε ρεζίλι ότι δεν σου χρειάζεται». «Οοόχι κύρ’ διαφεντή! Καινούργιο πράμα είναι, μηηη!


…» Με μιας ο συνταγματάρχης αρπάζει το κρεμάμενο μανίκι και με το ψαλίδι το κόβει με μανία. -«Μπρος! Πάρτο και μην το ξαναδώ να κρέμεται γιατί θα στο ξανακόψω!…» 

Την ίδια τύχη είχαν όσα μανίκια κρέμονταν… 


Σήμερα, για όσους αγνοούν την ιστορία, το όνομά του παραπέμπει στα γνωστά κεμπάμπ στο Μοναστηράκι, έργο ενός από τους απογόνους του.... 






Όπως λέει και το άσµα, οι µάγκες δεν υπάρχουν πια. Σίγουρα το τρένο δεν τους πάτησε. Η τελευταία τους εµφάνιση ήταν κάπου το 40' µε το 50'.
 Ο εκφυλισµός τους βέβαια, προήλθε από πριν. Πολύ διαφορετικά ξεκίνησαν και αλλιώς κατέληξαν.

Η σηµασία της λέξης «µάγκας» διέφερε από εποχή σε εποχή. Η λέξη, πρωτοεµφανίστηκε στα ένδοξα χρόνια του 1821. Εικάζεται ότι η προέλευσής της είναι αλβανική. Ήταν εν µέρει οµάδες άτακτου στρατού.

Στα χρόνια της Οθωµανικής αυτοκρατορίας συγκρότησαν και οι Έλληνες τέτοιες οµάδες. Μάγκας, ονοµαζόταν όποιος συµµετείχε στην οµάδα και «µαγκατζής» ο αρχηγός της.
Η λέξη µάγκας µετέπειτα µετονοµάστηκε σε λόχος. Οι µάγκες που συµµετείχαν είχαν ιδιαίτερη συµπάθεια από τον κόσµο, συµπάθεια που παραµένει µέχρι τις µέρες µας.
Για χρόνια ο µάγκας συγχεόταν µε το "µόρτη". Η λέξη προέρχεται από τα λατινικά, όπου morte σηµαίνει θάνατος.
 Λέγεται ότι ήταν αυτοί που έθαβαν τα πτώµατα σε διάφορους λιµούς ή αρρώστιες, που υπήρχαν ανά διαστήµατα. Κυρίως αυτοί που έπαιρναν την πρωτοβουλία ήταν µικροαπατεώνες και µικροεγκληµατίες.

 Γι' αυτόν τον λόγο, η λέξη µόρτης παραπέµπει σε πονηρό άτοµο.
Μετά την απελευθέρωση του 21', η Ελλάδα, µαστίζεται από διάφορα προβλήµατα. Οι όροι µάγκας και µόρτης άρχισαν να εκφυλίζονται.



Από τα µέσα της δεκαετίας του 1850' µέχρι και τις αρχές του 1900 τη θέση τους θα πάρουν οι ξακουστοί κουτσαβάκηδες.

Οι κουτσαβάκηδες θα πάρουν το όνοµα τους από το ∆ηµήτριο Κουτσαβάκη. 

Πρόκειται για ένα πασίγνωστο καβγατζή και φασαριόζο που έµεινε διάσηµος για τους τραµπουκισµούς του. Ήταν γεννηµένος στον Πειραιά από πατέρα µάγκα. 

Εργαζόταν ως βαρκάρης και αργότερα κατετάγη στο ιππικό.
Ο Κουτσαβάκης θα γίνει πολύ διάσηµος. 
Θα βρει άξιους µιµητές. Όλοι αυτοί οι ιδιόρρυθµοι τύποι, που προκαλούσαν διάφορους καυγάδες, µικροκλοπές και τραµπουκισµούς, θα ονοµαστούν κουτσαβάκηδες.


<

















Εν Αθήναις...κάτω στο Μοναστηράκι

«Ο,τι βγάλει η νύχτα από την "μπούκα" θα βγει το χάραμα στο Μοναστηράκι»....

Από χρόνια το σλόγκαν στην περιοχή ...το ακούς από τους μαγαζάτορες....
στην οδό Αγίου Φιλίππου τίποτα δεν αλλάζει...




Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2016

ΕΦΥΓΕ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ Ο ΘΑΝΟΣ ΑΝΕΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΑΠΟ ΤΑ ΔΙΑΦΑΝΑ ΚΡΙΝΑ

Ένας μεγάλος ποιητής της γενιάς του, ο Θάνος Ανεστόπουλος, πέθανε μετά από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο τον οποίο κοίταξε κατάματα.